Παρά το
γεγονός ότι πέρασαν αρκετές ημέρες (και σίγουρα εκατομμύρια έτη «τηλεοπτικού»
φωτός) από τις περιβόητες δηλώσεις Lagarde περί Ελλάδας, Νίγηρα και για το
ποιός πραγματικά χρειάζεται βοήθεια, αξίζει νομίζω σήμερα να
εξετάσουμε με ψυχραιμία και νηφαλιότητα
την πρώτη ύλη από την οποία αυτές οι απόψεις πήραν σχήμα και μορφή, έγιναν
λέξεις και σόκαραν. Ίσως μάλιστα στο
τέλος να εκπλαγούμε διαπιστώνοντας οτι η πρώτη αυτή ύλη, η ματωμένη λάσπη από
την κοίτη του Νίγηρα που περιφρονητικά
μας πέταξε καταπρόσωπο η κα. Lagarde δεν είναι παρά
απότοκο μιας ευρωπαϊκής και ελληνικής παθογένειας, μιας βδελυρής νόσου η
οποία παρεπιδημεί σε Ευρώπη και Ελλάδα
και προκαλεί ατροφία στο πνεύμα
βαθαίνοντας παράλληλα τα κοινωνικά χάσματα.
Διαβάζοντας
ξανά και ξανά τις αρχικές δηλώσεις της επικεφαλής του ΔΝΤ και ξεπερνώντας την οργή που μου
προκάλεσε ο προσβλητικός τους χαρακτήρας
προσπάθησα να εστιάσω στο βάθος πίσω από τις λέξεις, στο νοηματικό τους υπόβαθρο
και στην ιδέα –μήτρα που νομιμοποίησε έστω και μόνο στην συνείδηση της ανωτέρω
κυρίας το περιεχόμενο των δηλώσεων της. Το αποτέλεσμα με ξάφνιασε: η κα. Lagarde δεν
έκανε τίποτα άλλο από το να αναπαράγει έναν απλό κανόνα που φαίνεται να διέπει
το σύνολο της δημόσιας ζωής και του πολιτικού λόγου στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, ειδικά
τις πρώην αποικιοκαριτκές δυνάμεις όπως
η Γαλλία. Ο κανόνας όπως προείπα, απλός και απαράβατος ιδίως για τους
τριτοκοσμιστές: «δώστε μας ένα νέο μέλος
του τρίτου κόσμου και θα σας περιβάλλουμε με την θολή λάμψη του οσιομάρτυρα, θα
γίνετε η νέα συμπαθής και πολύπαθη μειονότητα, θα μπείτε στο κλαμπ των ανθρώπων που κέρδισαν την εξαιρεση
στους κανόνες της ισότητας των δυτικών χωρών ελάτε στο νόμιμο απαρτχαιντ μας» (Πασκάλ Μπρυκνέρ, Η τυραννία της μεταμέλειας)
θα έπρεπε δε κανείς να προσθέσει στο παραπάνω σκηνικό και την πινακίδα
«εισέρχεσθε στον χώρο φιλανθρωπικής μας δράσης με δικής σας ευθύνη». Τα
συμπεράσματα φρικτά και τα νοήματα τρομάζουν, όχι μόνο για μας που βρισκόμαστε
στο έλεος τέτοιων δηλώσεων και που εμμέσως πλην σαφώς καλούμαστε ως χώρα να
φτάσουμε στα κατάβαθα μιας τριτοκοσμικής κολάσεως με έπαθλο αντί του
σεβασμού, τον οίκτο αλλά και για
εκείνους τους δυτικούς που ως παρηκμασμένοι ευγενείς και άλλοτε κραταιοί
αποικιοκράτες σηκώνουν το βλέμμα τους
από τα ξεθωριασμένα οικόσημα τους μόνο για να αντικρίσουν ένα αληθινά
αποτρόπαιο έγκλημα σε βάρος ενός έθνους, να δείξουν τον οίκτο του ισχυρού και κατόπιν κρυφά αηδιασμένοι να σκουπήσουν το
χέρι τους από τα δουλοπρεπή χειροφιλήματα του ευεργετούμενου.
Είναι
προφανές, εάν μια εθνική τραγωδία δεν έχει το γνώριμο σχήμα της ανείπωτης
δυστυχίας του Νίγηρα, αν δεν περικελείει τον πόνο ενός ολοκαυτώματος με μια
πλήρη αριθμητική αποτίμηση της δυστυχίας, τότε δεν υφίσταται κανένας λόγος ευαισθητοποίησης.
Που
οφείλεται όμως αυτή η παθογένεια του
ευρωπαϊκου πνεύματος; Η ανεύρεση των αιτιών είναι σαφώς έργο ιδιαίτερα δυσχερές
και απαιτεί μια πολυεπιπεδη προσέγγιση, ωστόσο στην Γαλλία ορισμένοι τόλμησαν
να «κοιτάξουν κατάματα» το πρόβλημα και επιχείρησαν «να βάλουν νυστέρι» στην
άρρωστη σάρκα αυτής της νοοτροπίας,
αυτού που ο Μπρυκνέρ συλλήβδην ονομάζει «τριτοκοσμισμό»
κάνοντας λόγο για μια Ευρώπη που δεν έμαθε να επουλώνει τις πληγές που
προκάλεσαν τα αμαρτήματα της (αποικιοκρατία, α΄και β΄ παγκόσμιος πόλεμος), γηραιά πλέον και αδύναμη καταδίκασε τον εαυτό
της στο μαρτύριο του Σισύφου πρόθυμει να αυτομαστιγωθεί μπροστά σε οποίον πιο
δυναμικά υποστηρίξει ενώπιον της την καταπίεση και τον βασανισμό του ιδιου ή των προγόνων του από αυτήν. Η
Ευρώπη αδυνατεί με άλλα λόγια να κλείσει με τρόπο οριστικό τους λογατιασμούς
της με το παρελθόν αλλά συνεχώς πιεζόμενη από διαφορετικές κάθε φορά ομάδες
καλείται να γράφει ξανά και ξανά την ιστορία της μην έχοντας την δύναμη,
αφοσιωμένη καθώς είναι στο ιστορικό παλίμψηστο της, να κοιτάξει μπροστά.
Η
σύγκριση με την Αμερική, «τον μακρινό
ξάδερφο» που αντιπαθεί για τους τρόπους του η Ευρώπη, αναδεικνύει εναργέστερα το πρόβλημα. Πράγματι
οι ΗΠΑ υποφέρουν από τις δικές τους –πάμπολλες- αγκυλώσεις όμως σίγουρες για
την ιστορία τους βαδίζουν στο παρόν, κοιτάζουν ίσως με αφέλεια το μέλλον. Απέναντι
στην αφελή και παιδιάστικη πίστη του Αμερικανού στην ιστορία του και στο δίκαιο
των αγώνων του (ακόμη και των επεμβάσεων
στο Ιρακ και το Αφγανιστάν) ο Ευρωπαίος αντιτάσσει τον σκεπτικισμό και την υπερώριμη
αμφισβήτηση για κάθε του κατάκτηση. Είναι ίσως αυτό το στοιχείο που μας δείχνει
την αντίστιξη ανάμεσα σε ένα κράτος ακόμη δυνατό και σε μια παραπαίουσα γεμάτη
αμφιβολίες δύναμη. Η διανομή ανθρωπιστικής βοήθειας αμέσως μετά από έναν
βομβαρδισμό, αυτό το οξύμωρο σχήμα στο
οποίο μας έχουν δυστυχώς συνηθίσει οι ΗΠΑ, καταδεικνύει μια θέληση ισχυρή που
επιθυμεί να βαδίσει εμπρός και να μην αφήσει καμία ενοχή να ρυτιδιάσει το
μέτωπο της.
Ειναι
βέβαια σαφές ότι δεν συνιστά λύση η μετατροπή της Ευρώπης σε ανθρωπιστή cow boy αλλά
αυτό που σίγουρα χρειάζεται είναι η αναζωογόνηση της πίστης στις αρχές της και
στις πνευματικές της κατακτήσεις. Ωστόσο ο κυριότερος ανασχετικός
παράγων στο εγχείρημα αυτό είναι η ίδια
η στάση του κράτους στην Ευρώπη.
Συγκεκριμένα,
το κράτος έχει μετατραπεί, υπό την επίδραση του φιλελευθερισμού, σε έναν απλό
διαιτητή ανάμεσα σε ομάδες συμφερόντων πρόθυμο να ανγνωρίσει το status του
πρόδηλα αδικημένου σε όποιον το διεκδικήσει δυναμικότερα (βλ. π.χ. τους
διαλόγους που αναπτύσσονται κατά καιρούς για τους μετανάστες στην Γαλλία ιδίως
από την πρώην αποικία της Αλγερίας αλλά και στην Ελλάδα την εκβιαστική κατάληψη
της Νομικής από μετανάστες που ζητούσαν άσυλο) προχωρώντας παράλληλα στον ηθικό αποχρωματισμό
των επιλογών του σε ό,τι αφορά τη νομοθεσία και αφήνοντας έτσι το πεδίο
ελεύθερο στους πλέον αδιάλλακτους και στενούς ηθικισμούς (χαρακτηριστική η
κριτική που αναπτύσσει ο Micheal Sandel στο βιβλίο του «Δικαιοσύνη, τι είναι το σωτό») . Έτσι π.χ.
όσοι υπερθεματίζουν για την ελεύθερη θρησκευτική έκφραση των μουσουλμάνων
μαλλόν ξεχνούν ότι σε πολλές από τις χώρες από τις οποίες προέρχονται οι
μουσουλμάνοι μετανάστες της Ευρώπης η ελέυθερη έκφραση άλλης θρησκείας πέραν
της μουσουλμανικής τιμωρείται με θάνατο (ενδεικτικά μόλις πριν λίγες μέρες δημοσιεύτηκε
στο ιντερνετ η σφαγη χριστιανού από μουσουλμανους λόγω των θρησκείας του). Αυτό
λοιπόν που είναι άμεση ανάγκη να κατανοήσουμε είναι πως η Ευρώπη αλλά και η
Ελλάδα κατάφεραν μέσα στην μακραίωνη ιστορία τους να οικοδομήσουν ταυτότητες
ανεκτικές που ναι μεν μπορούν να συνυπάρχουν μαζί με τις θρησκευτικές και άλλες
ταυτότητες των πολιτων τους αλληλεπικαύπτόμενες, όμως πάντα θεμελιωμένες στις βάσεις του σεβασμού και της αμοιβαιότητας.
Άλλωστε η υπαγωγή μιας μειονότητας όπως οι
μετανάστες σε ένα καθεστώς ετεροδικίας με σημαία τα δεινά που υπέφεραν κάθε
άλλο παρά πετυχαίνει την κοινωνική εναρμόνιση, αντίθετα διαλύει κάθε συνεκτικό
δεσμό αφού κατ’ αυτόν τον τρόπο κάθε μειονότητα και κάθε κοιμωνική ομάδα μαθαίνει να απότιμά τα βάσανα της με όρους
αδικοπραξιών και να διεκδικεί και εκείνη λυσαλαία την δική της «αποζημίωση» από
την κοινωνία που την καταπίεσε συνεπικουρούμενη συχνα από Μ.Κ.Ο αλλά και από
την αφρόκρεμα των αριστερών και άλλων διανοούμενων. Όσο για τους τελευταίους,
και όλους εκείνους (στους οποίους μάλλον συγκαταλλέγεται η κα. Lagarde) τους τόσο
πρόθυμους να επιδοθούν σε αναίμακτες σταυροφορίες για να επουλώσουν τις πληγές
των κολασμένων της γης τα λόγια του Μπρυκνέρ ταράζουν για μια ακόμα φορά περιγράφοντας τις αντιλήψεις τους : « Κατά βάθος η πολυπολιτισμικότητα δεν είναι παρά αυτό: ένα νόμιμο
άπαρτχαιντ όπου ξαναβρίσκουμε συγκινημένες τις φωνές των πλουσίων καθώς εξηγούν
στους φτωχούς πως το χρήμα δεν κάνει την ευτυχία ...σε μας πέφτουν τα φορτία
της ελευθερίας , της ανακάλυψης του εαυτού, της ισότητας μεταξύ αντρών και
γυναικών, σε εσάς οι χαρές των ηθών, των καταναγκαστρικών γάμων, της μαντίλας,
της πολυγαμίας, της κλειτοριδεκτομής» και ενώ οι προστατευόμενοι τους «γίνονται μουσειακά αντικείμενα...που θέλουμε
να προφυλάξουμε από τα κακά της προόδου και του πολιτισμού».